OLARTAN PLUS


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
OLARTAN-PLUS® 20 mg/12,5 mg επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο
OLARTAN-PLUS® 20 mg/25 mg επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο

2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο OLARTAN-PLUS® 20 mg /12.5 mg περιέχει 20mg olmesartan medoxomil και 12, 5 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Κάθε δισκίο OLARTAN-PLUS® 20 mg /25 mg περιέχει 20mg olmesartan medoxomil και 25 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Για έκδοχα βλέπε 6.1

3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο. OLARTAN-PLUS® 20 mg /12,5 mg δισκίο : χρώµατος ερυθροκίτρινου, στρογγυλό,
επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο, µε ανάγλυφα στοιχεία C22 στη µία πλευρά.
OLARTAN-PLUS® 20 mg /25 mg δισκίο : χρώµατος ροζ, στρογγυλό, επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο, µε ανάγλυφα στοιχεία C24 στη µία πλευρά.

4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία ιδιοπαθούς υπέρτασης.
Ο σταθερός αυτός συνδυσµός του OLARTAN-PLUS® ενδείκνυται σε ασθενείς στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς µε χορήγηση µόνο olmesartan medoxomil.

4.2 ∆οσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενήλικες
Το OLARTAN-PLUS® δεν συνιστάται ως αρχική θεραπεία, αλλά σε ασθενείς στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς µε χορήγηση µόνο 20 mg olmesartan medoxomil. Το OLARTAN-PLUS® χορηγείται µία φορά την ηµέρα, µε ή χωρίς φαγητό. Οταν θεωρείται κλινικά απαραίτητο, µπορεί να εξετάζεται το ενδεχόµενο άµεσης αλλαγής από µονοθεραπεία µε 20mg olmesartan medoxomil στο σταθερό συνδυασµό λαµβάνοντας υπόψη ότι το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα της olmesartan medoxomil είναι το µέγιστο µετά από 8 εβδοµάδες από την έναρξη της θεραπείας (βλέπε παράγραφο 5.1). Προτείνεται τιτλοποίηση της δόσης των µεµονωµένων συστατικών :

20mg Olmesartan medoxomil /12,5mg υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς από την βέλτιστη µονοθεραπεία µε 20mg olmesartan medoxomil.

20mg olmesartan medoxomil / 25mg υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς µε 20mg olmesartan medoxomil / 12,5mg υδροχλωροθειαζίδη.

∆εν πρέπει να γίνεται υπέρβαση της µέγιστης ηµερήσιας δόσης του συνδυασµού 20mg olmesartan medoxomil και 25mg υδροχλωροθειαζίδη.
Ηλικιωµένοι
Στους ηλικιωµένους ασθενείς προτείνεται η ίδια δοσολογία όπως και στους ενήλικες.
Νεφρική δυσλειτουργία
Όταν το OLARTAN-PLUS® χορηγείται σε ασθενείς µε ήπια έως µέτρια νεφρική (κάθαρση κρεατινίνης 30-60ml/min), προτείνεται περιοδική παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας (βλέπε 4.4). Το OLARTAN-PLUS® αντενδείκνυται σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30ml/min) (βλέπε 4.3).
Ηπατική δυσλειτουργία
Η χρήση του OLARTAN-PLUS® σε ασθενείς µε ηπατική δυσλειτουργία δεν συνιστάται, καθόσον επί του παρόντος υπάρχει περιορισµένη εµπειρία µε το Olmesartan medoxomil σε αυτή την κατηγορία των ασθενών (βλέπε 4.4, 5.2).
Παιδιά και έφηβοι
Επειδή η ασφάλεια και η αποτελεσµατικότητα χορήγησης του OLARTAN-PLUS® δεν έχει τεκµηριωθεί σε παιδιά, η θεραπεία σε παιδιά έως την ηλικία των 18 ετών δεν
συνιστάται.

4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες, σε κάποιο από τα έκδοχα (βλέπε 6.1) ή σε κάποιο σουλφοναµιδικό παράγωγο (καθώς η υδροχλωροθειαζίδη είναι φαρµακευτικό προϊόν παράγωγο σουλφοναµίδης)
Σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης <30ml/min).
Ανθεκτική υποκαλιαιµία, υπερασβεσταιµία, υπονατριαιµία και συµπτωµατική υπερουριχαιµία..
Σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, χολόσταση και παθήσεις απόφραξης των χοληφόρων οδών.
∆εύτερο και τρίτο τρίµηνο της κύησης (βλέπε 4.6).
Γαλουχία (βλέπε 4.6).

4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μείωση του ενδαγγειακού όγκου:
Σε ασθενείς µε µειωµένο ενδαγγειακό όγκο ή/και νάτριο, λόγω έντονης διουρητικής θεραπείας, διαιτητικού περιορισµού του νατρίου, διάρροιας ή εµέτου µπορεί να εµφανιστεί συµπτωµατική υπόταση, ιδίως µετά την πρώτη δόση.
Τέτοιες καταστάσεις πρέπει να διορθώνονται πριν την χορήγηση του OLARTAN-PLUS®. Άλλες καταστάσεις που προκαλούν διέγερση του συστήµατος ρενίνης-αγγειοτασίνηςαλδοστερόνης:
Σε ασθενείς, στους οποίους ο αγγειακός τόνος και η νεφρική λειτουργία εξαρτώνται κυρίως από τη λειτουργία του συστήµατος ρενίνης-αγγειοτασίνης- αλδοστερόνης (π.χ. ασθενείς µε σοβαρή συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή υποκείµενη νεφρική νόσο, συµπεριλαµβανοµένης της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας), η θεραπεία µε φάρµακα που επηρεάζουν αυτό το σύστηµα έχει σχετιστεί µε οξεία υπόταση, αζωθαιµία, ολιγουρία ή, σπανίως, µε οξεία νεφρική ανεπάρκεια.

Νεφραγγειακή υπέρταση:
Υπάρχει αυξηµένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής ανεπάρκειας, όταν σε ασθενείς µε αµφοτερόπλευρη στένωση των νεφρικών αρτηριών ή µε στένωση της αρτηρίας µονήρους νεφρού χορηγούνται φαρµακευτικά προϊόντα τα οποία επηρεάζουν το σύστηµα ρενίνης- αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης.
Νεφρική δυσλειτουργία και µεταµόσχευση νεφρού:
∆εν συνιστάται η χορήγηση του OLARTAN-PLUS® σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30ml/min) (βλέπε 4.3). ∆εν απαιτείται προσαρµογή της δοσολογίας σε ασθενείς µε ήπια έως µέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης ≥ 30ml/min, <60mL/min). Εντούτοις, σε αυτούς τους ασθενείς το OLARTAN-PLUS® πρέπει να χορηγείται µε προσοχή και συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του καλίου του ορού, των επιπέδων της
κρεατινίνης και του ουρικού οξέος.

Αζωθαιµία σχετιζόµενη µε θειαζιδικά διουρητικά µπορεί να συµβεί σε ασθενείς µε διαταραγµένη νεφρική λειτουργία. Εάν εκδηλωθεί προοδευτική νεφρική δυσλειτουργία, είναι αναγκαία η προσεκτική επανεξέταση της θεραπείας, λαµβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να διακοπεί η θεραπεία µε διουρητικά. ∆εν υπάρχει εµπειρία από την χορήγηση του OLARTANPLUS® σε ασθενείς µε πρόσφατη µεταµόσχευση νεφρού.

Ηπατική δυσλειτουργία:
Έως τώρα υπάρχει περιορισµένη εµπειρία της olmesartan medoxomil σε ασθενείς µε ήπια έως µέτρια ηπατική δυσλειτουργία και καθόλου εµπειρία σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Επιπλέον, µικρές µεταβολές στην ισορροπία των υγρών και των ηλεκτρολυτών κατά τη διάρκεια θεραπείας µε θειαζίδες µπορεί να επιταχύνει ηπατικό κώµα σε ασθενείς µε µειωµένη ηπατική λειτουργία ή προοδευτική ηπατική νόσο.

Γι’αυτό η χρήση του OLARTAN-PLUS® σε ασθενείς µε ηπατική δυσλειτουργία δεν συνιστάται (βλέπε 4.2). Η χορήγηση του OLARTAN-PLUS® σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, χολόσταση και απόφραξη των χοληφόρων οδών αντενδείκνυται (βλέπε 4.3, 5.2.).

Στένωση αορτικής ή µιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική υπερτροφική µυοκαρδιοπάθεια:
Όπως και µε άλλα αγγειοδιασταλτικά φάρµακα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς µε στένωση της αορτικής ή της µιτροειδούς βαλβίδας ή από αποφρακτική υπετροφική µυοκαρδιοπάθεια.
Πρωτοπαθής αλδοστερονισµός:
Γενικά, ασθενείς µε πρωτοπαθή αλδοστερονισµό δεν ανταποκρίνονται σε αντιυπερτασικά φάρµακα που δρουν µέσω της αναστολής του συστήµατος ρενίνης-αγγειοτασίνης. Εποµένως σ’ αυτούς τους ασθενείς δεν συνιστάται η χρήση του OLARTAN-PLUS®.
Μεταβολικά και ενδοκρινικά αποτελέσµατα:
Η θεραπεία µε θειαζίδες µπορεί να διαταράξει την ανοχή στην γλυκόζη. Σε διαβητικούς ασθενείς µπορεί να χρειαστεί αναπροσαρµογή της δοσολογίας της ινσουλίνης ή των από του στόµατος υπογλυκαιµικών παραγόντων (βλέπε 4.5).
Λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης µπορεί να γίνει έκδηλος κατά τη διάρκεια θεραπείας µε θειαζίδες.
Αυξήσεις των επιπέδων της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων αποτελούν ανεπιθύµητες ενέργειες που είναι γνωστές ότι σχετίζονται µε τη θεραπεία µε θειαζιδικά διουρητικά.
Μπορεί να εµφανιστεί υπερουριχαιµία ή να επιταχυνθεί η εκδήλωση ουρικής αρθρίτιδας σε ορισµένους ασθενείς που λαµβάνουν θεραπεία µε θειαζίδες.
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές:
Όπως και για κάθε ασθενή που λαµβάνει θεραπεία µε διουρητικά, περιοδική εξέταση των ηλεκτρολυτών του ορού, πρέπει να πραγµατοποιείται σε κατάλληλα διαστήµατα.
Οι θειαζίδες, συµπεριλαµβανοµένης της υδροχλωροθειαζίδης, µπορούν να προκαλέσουν διαταραχές ύδατος ή ηλεκτρολυτών (συµπεριλαµβανοµένων της υποκαλιαιµίας, υπονατριαιµίας και υποχλωραιµικής αλκάλωσης).
Προειδοποιητικά σηµεία διαταραχής ύδατος ή ηλεκτρολυτών είναι η ξηροστοµία, δίψα, αδυναµία, λήθαργος, υπνηλία, ανησυχία, µυϊκοί πόνοι ή κράµπες, µυϊκή κόπωση, υπόταση, ολιγουρία, ταχυκαρδία και γαστρεντερικές διαταραχές όπως ναυτία και έµµετος (βλέπε 4.8).
Ο κίνδυνος υποκαλιαιµίας είναι µεγαλύτερος σε ασθενείς µε κίρρωση του ήπατος, σε ασθενείς µε έντονη διούρηση, σε ασθενείς που λαµβάνουν ανεπαρκή ποσότητα
ηλεκτρολυτών από του στόµατος και σε ασθενείς που λαµβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία µε κορτικοστεροειδή ή ACTH (βλέπε παράγραφο 4.5).
Αντιθέτως, λόγω του ανταγωνισµού των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (AT) µέσω του συστατικού του OLARTAN-PLUS® olmesartan medoxomil, µπορεί να εµφανισθεί υπερκαλιαιµία, ιδιαίτερα κατά την παρουσία νεφρικής δυσλειτουργίας και/ή καρδιακής ανεπάρκειας και σακχαρώδη διαβήτη. Συνιστάται επαρκής παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου σε ασθενείς σε κίνδυνο.
Με προσοχή πρέπει να γίνεται η ταυτόχρονη χορήγηση OLARTAN-PLUS® µε καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συµπληρώµατα καλίου ή υποκατάστατα αλάτων
περιέχοντα κάλιο και άλλα φάρµακα που µπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη) (βλέπε 4.5).
∆εν έχει αποδειχθεί ότι η olmesartan medoxomil θα µπορούσε να µειώσει ή να προλάβει την υπονατριαιµία προερχόµενη από διουρητικά. Η έλλειψη χλωρίου είναι γενικά ήπια και συνήθως δεν απαιτεί θεραπεία.

Οι θειαζίδες µπορεί να µειώσουν την απέκκριση ασβεστίου στα ούρα και να προκαλέσουν διαλλείπουσα και ελαφρά αύξηση του ασβεστίου στον ορό επί απουσίας γνωστής διαταραχής του µεταβολισµού του ασβεστίου. Η υπερασβεστιαιµία µπορεί να είναι ένδειξη λανθάνοντος υπερπαραθυρεοειδισµού. Οι θειαζίδες πρέπει να διακόπτονται πριν τη διενέργεια ελέγχου της λειτουργίας των παραθυρεοειδών.
Έχει δειχθεί ότι οι θειαζίδες αυξάνουν την απέκκριση του µαγνησίου στα ούρα, που µπορεί να οδηγήσει σε υποµαγνησιαιµία.
Σε ζεστό καιρό υπονατριαιµία εξ αραιώσεως µπορεί να συµβεί σε οιδηµατώδης ασθενείς.
Λίθιο : Όπως και µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν συνδυασµό ανταγωνιστών των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ και θειαζίδων, δεν συνιστάται η συγχορήγηση OLARTANPLUS® και λιθίου (βλέπε 4.5).
Φυλετικές διαφορές:
Όπως και µε όλους τους άλλους ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ, το αποτέλεσµα της µείωσης της αρτηριακής πίεσης της Olmesartan medoxomil είναι κάπως µικρότερο στους ασθενείς της µαύρης φυλής από ότι στους ασθενείς που δεν ανήκουν στη µαύρη φυλή, πιθανόν λόγω του µεγαλύτερου επιπολασµού της κατάστασης χαµηλής ρενίνης στον υπερτασικό πληθυσµό της µαύρης φυλής.
Αnti-doping τέστ:
Η υδροχλωροθειαζίδη που περιλαµβάνει αυτό το φάρµακο µπορεί να προκαλέσει θετικό αποτέλεσµα σε ένα anti-doping τέστ.
Άλλα:
Στην γενικευµένη αρτηριοσκλήρωση, σε ασθενείς µε ισχαιµική καρδιακή νόσο ή ισχαιµική αγγειακή εγκεφαλική νόσο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι η υπερβολική µείωση της αρτηριακής πίεσης θα µπορούσε να οδηγήσει σε έµφραγµα του µυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να παρατηρηθούν σε ασθενείς µε ή χωρίς ιστορικό αλλεργιών ή βρογχικού άσθµατος, αλλά περισσότερο πιθανές είναι σε ασθενείς µε τέτοιο ιστορικό.
Παρόξυνση ή ενεργοποίηση συστηµατικού ερυθηµατώδη λύκου έχει αναφερθεί µε την χρήση θειαζιδικών διουρητικών.
Αυτό το φαρµακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς µε σπάνια κληρονοµικά προβλήµατα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση της γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λαµβάνουν αυτό το φαρµακευτικό προϊόν.

4.5. Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης
Ενδεχόµενες αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται και µε τα δύο : olmesartan medoxomil και υδροχλωροθειαζίδη:

Ταυτόχρονη χρήση που δεν συνιστάται: Λίθιο:
Έχουν αναφερθεί αναστρέψιµες αυξήσεις των συγκεντρώσεων του λιθίου στον ορό και τοξικότητα κατά την ταυτόχρονη χορήγηση λιθίου µε αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου της αγγειοτασίνης και σπάνια µε ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ. Επιπλέον, η νεφρική κάθαρση του λιθίου µειώνεται από τις θειαζίδες και συνεπώς ο κίνδυνος τοξικότητας του λιθίου µπορεί να αυξηθεί. Έτσι, η χρήση του OLARTAN-PLUS® σε συνδυασµό µε λίθιο δεν συνιστάται (βλέπε 4.4.). Εάν η χρήση του συνδυασµού θεωρείται απαραίτητη, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό.
Ταυτόχρονη χορήγηση που απαιτεί προσοχή
Βακλοφαίνη: Μπορεί να επιταθεί το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα.
Μη στεροειδή αντεφλεγµονώδη φάρµακα (ΜΣΑΦ): Τα ΜΣΑΦ (πχ ακετυλοσαλικυλικό οξύ ( >3gr / ηµέρα), COX-2 αναστολείς και µη –
εκλεκτικά ΜΣΑΦ) µπορεί να µειώσουν το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα των θειαζιδικών διουρητικών και των ανταγωνιστών αγγειοτασίνης ΙΙ . Σε µερικούς ασθενείς µε επηρεασµένη νεφρική λειτουργία (π.χ. αφυδατωµένους ασθενείς) ή σε ηλικιωµένους µε επηρεασµένη νεφρική λειτουργία η ταυτόχρονη χορήγηση ανταγωνιστών αγγειοτασίνης ΙΙ και παραγόντων που αναστέλλουν την κυκλοοξυγενάση µπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, συµπεριλαµβανοµένου πιθανού κινδύνου οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, ο οποίος είναι συνήθως αναστρέψιµος. Έτσι ο συνδυασµός θα πρέπει να χορηγείται µε προσοχή, ειδικά στους ηλικιωµένους. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς και γι’αυτό συνιστάται παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας µετά την έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας και στη συνέχεια περιοδικά.

Ταυτόχρονη χορήγηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη
Αµιφοσίνη : Μπορεί να επιταθεί η αντιυπερτασική δράση.
Άλλοι αντιυπερτασικοί παράγοντες: Το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα του OLARTAN-PLUS® µπορεί να αυξηθεί από την ταυτόχρονη χορήγηση µε άλλα αντιυπερτασικά προϊόντα.
Αλκοόλ, βαρβιτουρικά, ναρκωτικά ή αντικαταθλιπτικά: Μπορεί να επιταθεί η ορθοστατική υπόταση
Ενδεχόµενες αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται µε την olmesartan medoxomil:

Ταυτόχρονη χρήση που δεν συνιστάται
Φαρµακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τα επίπεδα του καλίου: Βασιζόµενοι στην εµπειρία από τη χρήση άλλων φαρµάκων που επηρεάζουν το σύστηµα
ρενίνης-αγγειοτασίνης, η ταυτόχρονη χορήγηση καλιοσυντηρητικών διουρητικών, συµπληρωµάτων καλίου, υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν κάλιο ή άλλων φαρµάκων τα οποία µπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του καλίου στον ορό (πχ ηπαρίνη, αναστολείς AΜΕΑ) µπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του καλίου στον ορό (βλέπε παρ. 4.4). Εάν ένα φάρµακο που επηρεάζει τα επίπεδα του καλίου πρόκειται να συνταγογραφηθεί σε συνδυασµό µε το OLARTAN-PLUS® , προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου στο
πλάσµα .
Συµπληρωµατικές πληροφορίες
Μετά τη θεραπεία µε αντιόξινα (υδροξείδιο αλουµινίου-µαγνησίου), παρατηρήθηκε µέτρια µείωση της βιοδιαθεσιµότητας της olmesartan.
Η olmesartan medoxomil δεν είχε σηµαντική επίδραση στην φαρµακοκινητική ή φαρµακοδυναµική της βαρφαρίνης ή στη φαρµακοκινητική της διγοξίνης.
Ταυτόχρονη χορήγηση της olmesartan medoxomil µε πραβαστατίνη δεν είχε κλινικά σηµαντικές επιδράσεις στην φαρµακοκινητική οποιουδήποτε από τα δύο φάρµακα σε υγιή άτοµα.
Η Olmesartan δεν είχε κλινικά σηµαντική ανασταλτική επίδραση in vitro στα ένζυµα του ανθρώπινου κυτοχρώµατος P450 1A1/2, 2A6, 2C8/9, 2C19, 2D6, 2E1 και 3Α4 και είχε ελάχιστη ή καθόλου επαγωγική επίδραση στη δραστικότητα του κυτοχρώµατος P450 των αρουραίων. ∆εν αναµένονται κλινικά αξιόλογες αλληλεπιδράσεις µεταξύ της οlmesartan και φαρµάκων που µεταβολίζονται από τα ανωτέρω ένζυµα του κυτοχρώµατος P450.
Ενδεχόµενες αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται µε την υδροχλωροθειαζίδη:
Ταυτόχρονη χορήγηση που δεν συνιστάται
Φαρµακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τα επίπεδα του καλίου: Η απώλεια καλίου που προκαλεί η υδροχλωροθειαζίδη (βλέπε παρ. 4.4) µπορεί να επιταθεί
από τη συγχορήγηση άλλων φαρµάκων που σχετίζονται µε απώλεια καλιου και υποκαλιαιµία (π.χ. άλλα καλιουρητικά διουρητικά, καθαρτικά, κορτικοστεροειδή, ACTH, αµφοτερικίνη, καρβενοξολόνη, νατριούχο πενικιλλίνη G ή παράγωγα του σαλικυλικού οξέος). Ως εκ τούτου τέτοια ταυτόχρονη χορήγηση δεν συνιστάται.

Ταυτόχρονη χορήγηση που απαιτεί προσοχή
Άλατα του ασβεστίου
Τα θειαζιδικά διουρητικά µπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό λόγω της µειωµένης απέκκρισης. Αν τα συµπληρώµατα του ασβεστίου πρέπει να συνταγογραφούνται, πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό και ανάλογα να ρυθµίζεται
η δόση.
Χολεστυραµίνη και ρητίνες κολεστιπόλης
Η απορρόφηση της υδροχλωροθειαζίδης µειώνεται από την παρουσία ρητινών ανταλλαγής ανιόντων
Γλυκοσίδες της δακτυλίτιδας:
Η υποκαλιαιµία ή υποµαγνησιαιµία που προκαλούν οι θειαζίδες µπορεί να ευνοήσουν την εµφάνιση καρδιακών αρρυθµιών απο δακτυλιδισµό.
Φαρµακευτικά προϊόντα που επηρεάζονται από τις διαταραχές του καλίου του ορού:
Συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του καλίου του ορού και του ΗΚΓ όταν το OLARTAN-PLUS® συγχορηγείται µε φάρµακα που επηρεάζονται από τις διαταραχές του καλίου του ορού (πχ γλυκοσίδες της δακτυλίτιδας και αντιαρρυθµικά) και µε τα κατωτέρω φαρµακευτικά προϊόντα που προκαλούν torsades de pointes (κοιλιακή ταχυκαρδία)-(συµπεριλαµβανοµένων µερικών αντιαρρυθµικών), καθώς η υποκαλιαιµία είναι ένας
παράγοντας που προδιαθέτει σε torsades de pointes (κοιλιακή ταχυκαρδία) :
-
Αντιαρρυθµικά Τάξης Ια (πχ κινιδίνη, υδροκινιδίνη, δυσοπιραµιδη).
-
αντιαρρυθµικά Τάξης ΙΙΙ (πχ αµιωδαρόνη, σοταλόλη, δοφετιλίδη, ιµπουτιλίδη).
-
Μερικά αντιψυχωτικά (πχ θειοριδαζίνη, χλωροπροµαζίνη, λεβοµεπροµαζίνη, τριφθοριοπεραζίνη, κυαµεµαζίνη, σουλπιρίδη, sultopride, amisulpride, tiapride,
πιµοζίδη, αλοπεριδόλη, δροπεριδόλη).
-
Άλλα (πχ bepridil, σισαπρίδη, diphemanil, ερυθροµυκίνη ΙV, halofantrin, µιζολαστίνη, πενταµιδίνη, sparfloxacin, terfenadine, vincamine IV).
Μη-εκπολωτικά µυοχαλαρωτικά (πχ τουβοκουραρίνη). Η δράση των µη εκπολωτικών µυοχαλαρωτικών µπορεί να ενισχυθεί από την
υδροχλωροθειαζίδη.
Αντιχολινεργικοί παράγοντες (πχ ατροπίνη, βιπεριδίνη) :
Αύξηση της βιοδιαθεσιµότητας των διουρητικών θειαζιδικού τύπου από τη µείωση της γαστρεντερικής κινητικότητας και του ρυθµού στοµαχικής κένωσης.
Αντιδιαβητικά φάρµακα (παράγοντες από του στόµατος και ινσουλίνη): Η θεραπεία µε θειαζίδες µπορεί να επηρεάσει την ανοχή στη γλυκόζη. Μπορεί να
χρειασθεί αναπροσαρµογή της δοσολογίας του αντιδιαβητικού φαρµάκου (βλέπε 4.4).
Μετφορµίνη: Η µετφορµίνη πρέπει να λαµβάνεται µε προσοχή λόγω του κινδύνου γαλακτικής οξέωσης που µπορεί να προκληθεί από πιθανή νεφρική ανεπάρκεια σχετιζόµενη µε την υδροχλωροθειαζίδη.
Β-αποκλειστές και διαζοξίνη:
Οι θειαζίδες µπορεί να αυξήσουν το υπεργλυκαιµικό αποτέλεσµα των β-αποκλειστών και της διαζοξίδης.
Συµπαθοµιµητικές αµίνες (πχ νοραδρεναλίνη): Το αποτέλεσµα των συµπαθοµιµητικών αµινών µπορεί να µειωθεί.
Φαρµακευτικά προϊόντα που χρησιµοποιούνται για την θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας (προβενεκίδη, σουλφιπυραζόνη και αλλοπουρινόλη):
Η δοσολογία των ουρικοζουρικών φαρµάκων µπορεί να είναι απαραίτητο να αναπροσαρµοσθεί καθώς η υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό. Η αύξηση της δοσολογίας της προβενεκίδης ή της σουλφιπυραζόνης µπορεί να είναι απαραίτητη. Συγχορήγηση θειαζίδης µπορεί να αυξήσει τη συχνότητα εµφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας στην αλλοπουρινόλη.
Αµανταδίνη: Οι θειαζίδες µπορεί να αυξήσουν το κίνδυνο ανεπιθύµητων ενεργειών που επιφέρει η αµανταδίνη.
Κυτοτοξικοί παράγοντες (πχ κυκλοφωσφαµίδη, µεθοτρεξάτη): Οι θειαζίδες µπορεί να µειώσουν την νεφρική απέκκριση των κυτοτοξικών φαρµάκων και
να επιτείνουν τα µυελοκατασταλτικά τους αποτελέσµατα.
Σαλικυλικά: Σε περίπτωση υψηλών δόσεων σαλικυλικών, η υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να αυξήσει την τοξική δράση των σαλικυλικών στο κεντρικό νευρικό σύστηµα.
Methyldopa: Από την συγχορήγηση υδροχλωροθειαζίδης και methyldopa υπάρχουν µεµονωµένες αναφορές για αιµολυτική αναιµία..
Κυκλοσπορίνες: Ταυτόχρονη θεραπεία µε κυκλοσπορίνες µπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπερουριχαιµίας και των επιπλοκών ουρικής αρθρίτιδας.
Τετρακυκλίνες: Η ταυτόχρονη χορήγηση τετρακυκλινών και θειαζιδών αυξάνει τον κίνδυνο αύξησης της ουρίας από τις τετρακυκλίνες που επιφέρουν αύξηση στην ουρία. Αυτή η αλληλεπίδραση πιθανόν δεν ισχύει για την doxycycline.

4.6. Κύηση και γαλουχία
Κύηση (βλέπε 4.3.)
Ως προφύλαξη, το OLARTAN-PLUS® δεν πρέπει να λαµβάνεται κατά το πρώτο τρίµηνο της κύησης. Πριν από µια προγραµµατισµένη εγκυµοσύνη θα πρέπει να γίνει αλλαγή σε κατάλληλη εναλλακτική θεραπεία. Εάν διαγνωσθεί εγκυµοσύνη τότε το OLARTANPLUS® πρέπει να διακοπεί το συντοµότερο δυνατόν. Η χρήση του OLARTAN-PLUS® αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δευτέρου και του τρίτου τριµήνου της εγκυµοσύνης (βλέπε παρ. 4.3).
∆εν υπάρχει εµπειρία στη χρήση OLARTAN-PLUS® σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα µε τον συνδυασµό olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδη δεν έχουν δείξει δράση τερατογένεσης. Εντούτοις, έχουν δείξει εµβρυοτοξικότητα (βλέπε 5.3. ). Κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίµηνο της κύησης, ουσίες που δρούν στο σύστηµα ρενίνης αγγειοτασίνης µπορεί να προκαλέσουν βλάβη (υπόταση, µειωµένη νεφρική λειτουργία, ολιγουρία και/ή ανουρία, ολιγοϋδράµνιο, κρανιακή υποπλασία, καθυστέρηση ενδοµήτριας  ανάπτυξης) και θάνατο του εµβρύου ή του νεογνού. Έχουν αναφερθεί επίσης περιπτώσεις πνευµονικής υποπλασίας, ανωµαλίες προσώπου και συσπάσεις των άκρων. Πειραµατικές µελέτες σε ζώα µε την olmesartan medoxomil έχουν δείξει ακόµη ότι η νεφρική βλάβη µπορεί να εµφανισθεί κατά την τελευταία εµβρυϊκή ή τη νεογνική φάση. Είναι πιθανόν, ο µηχανισµός να είναι αποτέλεσµα φαρµακολογικής δράσης στο σύστηµα ρενίνηςαγγειοτασίνης-αλδοστερόνης.
Η υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να µειώσει τον όγκο του πλάσµατος και την αιµατική ροή στον πλακούντα. Οι θειαζίδες διαπερνούν τον φραγµό του πλακούντα και βρίσκονται στο αίµα του οµφαλίου λώρου. Μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές των ηλεκτρολυτών του εµβρύου και πιθανόν άλλες αντιδράσεις που έχουν αναφερθεί στους ενήλικες.
Περιπτώσεις θροµβοκυττοπενίας στα νεογνά και εµβρυϊκού ή νεογνικού ίκτερου έχουν αναφερθεί µετά την θεραπεία της µητέρας µε θειαζίδες. Σε περίπτωση που έχει προκύψει έκθεση στο OLARTAN-PLUS® από το δεύτερο τρίµηνο της εγκυµοσύνης, πρέπει να ελεγχθεί η κρανιακή και η εµβρυϊκή νεφρική λειτουργία µε υπερηχογράφηµα.
Γαλουχία (βλέπε 4.3.)
Η olmesartan απεκκρίνεται στο γάλα των αρουραίων. Εντούτοις, δεν είναι γνωστό εάν η olmesartan απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Οι θειαζίδες περνούν στο ανθρώπινο γάλα και µπορεί να αναστείλουν την γαλουχία. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, η χρήση του OLARTAN-PLUS® αντενδείκνυται (βλέπε παρ. 4.3.).

Λαµβάνοντας υπόψη την σπουδαιότητα του φαρµάκου στην µητέρα, πρέπει να αποφασισθεί εάν πρέπει να διακοπεί ο θηλασµός ή το φάρµακο.

4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισµού µηχανηµάτων
∆εν έχουν διεξαχθεί µελέτες για την ικανότητα οδήγησης και χειρισµού µηχανηµάτων. Εντούτοις, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι ζάλη ή κόπωση µπορεί να εµφανιστούν περιστασιακά σε ασθενείς που λαµβάνουν αντιυπερτασική θεραπεία.
4.8 Ανεπιθύµητες ενέργειες
Σταθερός συνδυασµός: Σε κλινικές µελέτες που συµµετείχαν 1155 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία µε τον συνδυασµό olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης 20/12,5mg ή 20/25mg και 466 ασθενείς που πήραν εικονικό φάρµακο για χρονικές περιόδους έως 21 µήνες, η συνολική συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών του συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης ήταν παρόµοια µε αυτή του εικονικού φαρµάκου.
Το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύµητων ενεργειών ήταν επίσης παρόµοιο µεταξύ των olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης 20/12,5mg – 20/25mg (2%) και του εικονικού φαρµάκου (3%). Η συνολική συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών των olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης συγκριτικά µε αυτή του εικονικού φαρµάκου φάνηκε ότι δεν σχετίζεται µε την ηλικία (και η συχνότητα ιλίγγων ήταν κάπως αυξηµένη σε ασθενείς ηλικίας > 75 ετών.
Η πιο συχνή ανεπιθύµητη ενέργεια των olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης 20/12,5mg – 20/25mg και η µοναδική της οποίας η συχνότητα υπερβαίνει τουλάχιστον κατά µία ποσοστιαία µονάδα (1%) την αντίστοιχη του εικονικού φαρµάκου ήταν η ζάλη (2.6% του συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης 20/12,5mg – 20/25mg και 1,3% του εικονικού φαρµάκου).
Ανεπιθύµητες ενέργειες που ενδεχοµένως έχουν κλινική σηµασία ταξινοµούνται κατωτέρω κατά κατηγορία οργανικού συστήµατος.
Η συχνότητα ορίζεται ως ακολούθως: συχνές (≥1/100, <1/10), ασυνήθεις (≥1/1.000,
<1/100), σπάνιες (≥1/10000, <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000).
∆ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης:
Ασυνήθεις: υπερουριχαιµία, υπερτριγλυκεριδαιµία.
∆ιαταραχές του νευρικού συστήµατος:
Συνήθεις : Ζάλη
Ασυνήθεις: Συγκοπή
Καρδιακές διαταραχές :
Ασυνήθεις: Αίσθηµα παλµών
Αγγειακές διαταραχές :
Ασυνήθεις: Υπόταση, ορθοστατική υπόταση
∆ιαταραχές του δέρµατος και του υποδόριου ιστού :
Ασυνήθεις: Εξάνθηµα, έκζεµα.

Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Συνήθεις : Κόπωση
Ασυνήθεις : Αδυναµία
Παρακλινικές εξετάσεις :
Ασυνήθεις : µειωµένο κάλιο αίµατος, αυξηµένο κάλιο αίµατος, αυξηµένο ασβέστιο
αίµατος, αυξηµένη ουρία αίµατος, αυξηµένα λιπίδια αίµατος.
Εργαστηριακά ευρήµατα:
Σε κλινικές µελέτες κλινικά σηµαντικές αλλαγές σε συνήθεις εργαστηριακές παραµέτρους σπάνια συσχετιζόντουσαν µε τις olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδη.
Κατά τη διάρκεια θεραπείας µε olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδη παρατηρήθηκαν µικρές αυξήσεις των µέσων τιµών του ουρικού οξέος, της ουρίας και της
κρεατινίνης του αίµατος, και µικρές µειώσεις των µέσων τιµών της αιµοσφαιρίνης και του αιµατοκρίτη.
Επιπλέον πληροφορίες για κάθε συστατικό χωριστά :
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες που αναφέρθηκαν προηγουµένως για κάθε συστατικό χωριστά µπορεί να είναι ανεπιθύµητες ενέργειες και του OLARTAN-PLUS®, ακόµη και αν δεν έχουν παρατηρηθεί σε κλινικές µελέτες του προϊόντος αυτού.
Olmesartan medoxomil:
Εµπειρία µετά την κυκλοφορία του προϊόντος :
Οι ακόλουθες ανεπιθύµητες ενέργειες έχουν αναφερθεί µετά την κυκλοφορία του
προϊόντος.
Ταξινοµούνται ανά κατηγορία οργανικού συστήµατος και κατατάσσονται ανάλογα µε τη συχνότητα εµφανίσεώς τους, χρησιµοποιώντας την παρακάτω συνθήκη: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100, <1/10), ασυνήθεις (≥1/1000, <1/100), σπάνιες (≥1/10000,
<1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000) περιλαµβανοµένων και µεµονοµένων αναφορών.
Κατηγορία Οργανικού Συστήµατος Πολύ σπάνια
∆ιαταραχές του αιµοποιητικού και του λεµφικού συστήµατος
Θροµβοπενία
∆ιαταραχές του νευρικού συστήµατος Ζάλη, κεφαλαλγία
∆ιαταραχές του αναπνευστικού συστήµατος, του θώρακα και του µεσοθωρακίου
∆ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος
∆ιαταραχές του δέρµατος και του υποδόριου ιστού
∆ιαταραχές του µυοσκελετικού συστήµατος και του συνδετικού ιστού
Βήχας
Κοιλιακό άλγος, ναυτία, έµετος
Κνησµός, εξανθηµατική νόσος, εξάνθηµα,
Αλλεργικές καταστάσεις όπως : αγγειονευρωτικό
οίδηµα, αλλεργική δερµατίτιδα , οίδηµα
προσώπου και κνίδωση
Μυϊκή κράµπα, Μυαλγία

∆ιαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια και νεφρική ανεπάρκεια (Βλέπε επίσης Παρακλινικές
εξετάσεις)
Ασθενικές καταστάσεις όπως εξασθένιση, κόπωση, λήθαργος, αίσθηµα κακουχίας Παρακλινικές εξετάσεις Μη φυσιολογικές νεφρικές εργαστηριακές
εξετάσεις όπως αύξηση της κρεατινίνης και της ουρίας του αίµατος. Αύξηση των ηπατικών ενζύµων
Κλινικές µελέτες
Σε διπλά-τυφλές, ελεγχόµενες µε εικονικό φάρµακο µελέτες µονοθεραπείας, η συνολική συχνότητα των σχετιζόµενων µε τη θεραπεία ανεπιθύµητων ενεργειών ήταν παρόµοια µεταξύ της olmesartan medoxomil και του εικονικού φαρµάκου.
Σε ελεγχόµενες µε εικονικό φάρµακο µελέτες µονοθεραπείας, η µόνη αναµφίβολα σχετιζόµενη µε τη θεραπεία ανεπιθύµητη ενέργεια ήταν η ζάλη (συχνότητα εµφάνισης 2,5% µε olmesartan και 0,9% µε εικονικό φάρµακο).
Σε µακροχρόνια (2 χρόνια) θεραπεία, η συχνότητα διακοπής λόγω ανεπιθύµητων ενεργειών της olmesartan medoxomil 10-20mg µία φορά τη ηµέρα, ήταν 3,7%.
Από όλες τις κλινικές µελέτες µε olmesartan medoxomil (συµπεριλαµβανοµένων των µελετών µε οµάδα ενεργού θεραπείας καθώς και εικονικού φαρµάκου), οι ακόλουθες ανεπιθύµητες ενέργειες έχουν αναφερθεί, ανεξάρτητα από την αιτιολογία ή την συχνότητα εµφάνισης, συγκριτικά µε το εικονικό φάρµακο. Ταξινοµούνται ανά κατηγορία οργανικού συστήµατος και κατατάσσονται ανάλογα µε τη συχνότητα εµφανίσεώς τους, χρησιµοποιώντας τη συνθήκη που περιγράφηκε παραπάνω:
∆ιαταραχές κεντρικού νευρικού συστήµατος :
Συνήθεις : Ζάλη
Ασυνήθεις : Ίλιγγος
Καρδιαγγειακές διαταραχές :
Σπάνιες : Υπόταση
Ασυνήθεις : Στηθάγχη
∆ιαταραχές του αναπνευστικού συστήµατος:
Συνήθεις: Βρογχίτιδα, βήχας, φαρυγγίτιδα, ρινίτιδα.
∆ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος:
Συνήθεις: Κοιλιακό άλγος, διάρροια, δυσπεψία, γαστρεντερίτιδα, ναυτία
∆ιαταραχές του δέρµατος και των εξαρτηµάτων:
Ασυνήθεις: Εξάνθηµα
Μυοσκελετικές διαταραχές:
Συνήθεις: Αρθρίτιδα, οσφυαλγία, σκελετικός πόνος

∆ιαταραχές του ουροποιητικού συστήµατος:
Συνήθεις: Αιµατουρία, ουρολοίµωξη
Γενικές διαταραχές:
Συνήθεις: Θωρακικό άλγος, κόπωση, γριππώδη συµπτώµατα, περιφερικό οίδηµα, άλγος.
Εργαστηριακά ευρήµατα
Σε ελεγχόµενες µε εικονικό φάρµακο µελέτες µονοθεραπείας η συχνότητα εµφάνισης µε την Olmesartan medoxomil ήταν λίγο µεγαλύτερη συγκριτικά µε το εικονικό φάρµακο για υπερτριγλυκεριδαιµία (2,0% έναντι 1,1%) και για αύξηση της κρεατινο-φωσφοκινάσης
(1,3% έναντι 0,7%).
Εργαστηριακές ανεπιθύµητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε όλες τις κλινικές µελέτες µε την olmesartan medoxomil (συµπεριλαµβανοµένων και των µελετών που δεν ελέγχονταν µε εικονικό φάρµακο), ανεξάρτητα από την αιτιολογία ή τη συχνότητα εµφάνισης σε
σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο, περιλαµβάνουν:
∆ιαταραχές µεταβολισµού και θρέψης:
Συνήθεις: αυξηµένη κρεατινοφωσφοκινάση, υπερτριγλυκεριδαιµία, υπερουριχαιµία.
Σπάνιες: υπερκαλιαιµία
∆ιαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Συνήθεις: Αύξηση των τιµών των ενζύµων του ήπατος.
Υδροχλωροθειαζίδη:
H υδροχλωροθειαζίδη µπορεί να προκαλέσει ή να επιτείνει την µείωση του όγκου, η οποία µπορεί να οδηγήσει σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές (βλέπε 4.4)
Ανεπιθύµητες ενέργειες µε µεµονωµένη χρήση της υδροχλωροθειαζίδης:
Λοιµώξεις και παρασιτώσεις :
Σπάνιες : Σιελαδενίτιδα
∆ιαταραχές του αιµοποιητικού και του λεµφικού συστήµατος:
Σπάνιες : λευκοπενία, ουδετεροπενία / ακκοκιοκυταραιµία, θροµβοπενία, απλαστική αναιµία, αιµολυτική αναιµία, καταστολή του µυελού των οστών.
∆ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης :
Συνήθεις : υπεργλυκαιµία, γλυκοζουρία, υπερουριχαιµία, διαταραχές των ηλεκτρολυτών (περιλαµβανοµένων υπονατριαιµίας, υποµαγνησιαιµίας, υποχλωραιµίας, υποκαλιαιµίας και υπερασβεσταιµίας), αύξηση της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων.
Ασυνήθεις : ανορεξία
Ψυχιατρικές διαταραχές :
Σπάνιες : Ανησυχία, κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου, απάθεια
∆ιαταραχές του νευρικού συστήµατος :
Συνήθεις : καρηβαρία, σύγχυση
Ασυνήθεις : απώλεια όρεξης
Σπάνιες : παραισθησία, σπασµοί

Οφθαλµικές διαταραχές :
Σπάνιες : ξανθοψία, παροδικό θάµβος της όρασης, µειωµένη δακρύρροια
∆ιαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Συνήθεις : ίλιγγος
Καρδιαγγειακές διαταραχές :
Ασυνήθεις : ορθοστατική υπόταση
Σπάνιες : καρδιακές αρρυθµίες, νεκρωτική αγγειίτιδα (αγγειίτιδα, δερµατική
αγγειίτιδα), θρόµβωση, εµβολή.
∆ιαταραχές του αναπνευστικού συστήµατος, του θώρακα και του µεσοθωρακίου:
Σπάνιες : δύσπνοια (συµπεριλαµβανοµένης της διαµέσου πνευµονίας και του πνευµονικού οιδήµατος)
Γαστρεντερικές διαταραχές :
Συνήθεις : ερεθισµός του στοµάχου, ναυτία, έµετος, διάρροια, δυσκοιλιότητα, µετεωρισµός και κοιλιακό άλγος.
Σπάνιες : παγκρεατίτιδα
Πολύ σπάνιες : παραλυτικός ειλεός
∆ιαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Σπάνιες: ίκτερος (ενδοηπατικός χολοστατικός ίκτερος), οξεία χολοκυστίτιδα.
∆ιαταραχές του δέρµατος και του υποδόριου ιστού :
Ασυνήθεις : αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, εξάνθηµα, κνίδωση
Σπάνιες : αντιδράσεις παροµοιάζουσες µε δερµατικό ερυθυµατώδη λύκου, επανενεργοποίηση του δερµατικού ερυθηµατώδη λύκου, αναφυλακτικές αντιδράσεις,
τοξική επιδερµική νεκρόλυση
∆ιαταραχές του µυοσκελετικού συστήµατος και του συνδετικού ιστού :
Σπάνιες : µυϊκός σπασµός, µυϊκή αδυναµία, πάρεση
∆ιαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Σπάνιες : νεφρική δυσλειτουργία, αύξηση ουσιών στον ορό, που αναγκαστικά εκκρίνονται από τα ούρα (κρεατινίνη, ουρία), διάµεσος νεφρίτιδα, οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
∆ιαταραχές του αναπαραγωγικού συστήµατος και του µαστού :
Σπάνιες : στυτική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Συνήθεις : αδυναµία, κεφαλαλγία και κόπωση
Σπάνιες : πυρετός

4.9 Υπερδοσολογία
∆εν υπάρχουν ειδικές πληροφορίες για τις δράσεις ή τη θεραπεία της υπερδοσολογίας του OLARTAN-PLUS®. Ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά και η θεραπεία πρέπει να είναι συµπτωµατική και υποστηρικτική. Η αντιµετώπιση εξαρτάται από τον χρόνο που πέρασε από την λήψη και την βαρύτητα των συµπτωµάτων. Συνιστάται πρόκληση έµετου και /ή πλύση στοµάχου. Ο ενεργός άνθρακας µπορεί να είναι ωφέλιµος στη θεραπεία της υπερδοσολογίας. Πρέπει να ελέγχονται συχνά οι ηλεκτρολύτες και η κρεατινίνη του ορού. Εάν εµφανισθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και να χορηγηθούν γρήγορα υγρά και χλωριούχο νάτριο.

Τα πιθανότερα συµπτώµατα υπερδοσολογίας της olmesartan αναµένονται να είναι η υπόταση και η ταχυκαρδία. Μπορεί επίσης να εµφανισθεί βραδυκαρδία. Η υπερδοσολογία µε υδροχλωροθειαζίδη συνδέεται επίσης µε µείωση των ηλεκτρολυτών (υποκαλιαιµία, υποχλωραιµία) και αφυδάτωση προερχόµενη από υπερβολική διούρηση. Τα πιο κοινά σηµεία και συµπτώµατα υπερδοσολογίας είναι ναυτία και υπνηλία. Η υποκαλιαιµία µπορεί να οδηγήσει σε µυϊκούς σπασµούς και /ή να πυροδοτήσει καρδιακές αρρυθµίες που σχετίζονται µε ταυτόχρονη χορήγηση γλυκοσιδών της δακτυλίτιδας ή ορισµένων αντιαρρυθµικών φαρµάκων.
∆εν υπάρχουν διαθέσιµες πληροφορίες για την αποµάκρυνση της olmesartan ή υδροχλωροθειαζίδης µε αιµοδιϋλυση.

5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρµακοδυναµικές ιδιότητες
Φαρµακο-θεραπευτική κατηγορία : Ανταγωνιστές αγγειοτασίνης ΙΙ και διουρητικά.
Κωδικός ATC : C09D A 08.
Το OLARTAN-PLUS® είναι συνδυασµός ενός ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, της olmesartan medoxomil, και ενός θειαζιδικού διουρητικού, της
υδροχλωροθειαζίδης. Ο συνδυασµός αυτών των συστατικών έχει µία αθροιστική αντιυπερτασική δράση, και ελαττώνει την αρτηριακή πίεση σε µεγαλύτερο βαθµό από ότι τα µεµονωµένα συστατικά.
Μία ηµερήσια δόση OLARTAN-PLUS ® εξασφαλίζει αποτελεσµατική και οµαλή µείωση της αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια του 24ώρου που µεσολαβεί µεταξύ δύο δόσεων. Η olmesartan medoxomil είναι ένας από του στόµατος δραστικός, εκλεκτικός ανταγωνιστής των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (τύπου ΑΤ1).
Η αγγειοτασίνη ΙΙ είναι η κύρια αγγειοδραστική ορµόνη του συστήµατος ρενίνηςαγγειοτασίνης-αλδοστερόνης και παίζει σηµαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της
υπέρτασης.
Οι επιδράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ συµπεριλαµβάνουν αγγειοσύσπαση, διέγερση της σύνθεσης και απελευθέρωσης αλδοστερόνης, καρδιακή διέγερση και νεφρική
επαναπορρόφηση του νατρίου. Η olmesartan εµποδίζει την αγγειοσύσπαση και την έκκριση της αλδοστερόνης, που προκαλούνται από την αγγειοτασίνη ΙΙ δεσµεύοντας τους ΑΤ1 υποδοχείς της στους ιστούς, συµπεριλαµβανοµένων των λείων µυϊκών ινών και των επινεφριδίων. Η δράση της olmesartan είναι ανεξάρτητη από την προέλευση και την οδό της σύνθεσης της αγγειοτασίνης ΙΙ. Ο εκλεκτικός ανταγωνισµός των υποδοχέων (AT1) της αγγειοτασίνης ΙΙ από την olmesartan οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων της ρενίνης του πλάσµατος και των συγκεντρώσεων της αγγειοτασίνης Ι και ΙΙ, και σε κάποια µείωση των συγκεντρώσεων της αλδοστερόνης του πλάσµατος.
Στην υπέρταση, η olmesartan medoxomil προκαλεί δοσοεξαρτώµενη, µακράς διάρκειας µείωση της αρτηριακής πίεσης. ∆εν υπάρχουν ενδείξεις υπότασης της πρώτης δόσης, ταχυφυλαξίας κατά τη µακρόχρονη θεραπεία ή αναπήδησης της αρτηριακής πίεσης µετά από απότοµη διακοπή της θεραπείας.
Η χορήγηση Olmesartan medoxomil µία φορά την ηµέρα παρέχει µία αποτελεσµατική και οµαλή ελάττωση της αρτηριακής πίεσης, κατά τη διάρκεια του 24ώρου που µεσολαβεί µεταξύ δύο δόσεων. Η χορήγηση µίας εφ’ άπαξ δόσης ηµερησίως επιφέρει παρόµοια ελάττωση της αρτηριακής πίεσης µε τη χορήγηση της ίδιας συνολικής ηµερήσιας δοσολογίας διηρηµένης σε δύο δόσεις.
Με τη συνεχόµενη θεραπεία, η µέγιστη µείωση της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνεται µετά από 8 εβδοµάδες από την έναρξη της θεραπείας, παρόλο που ένα σηµαντικό ποσοστό του αντιυπερτασικού αποτελέσµατος παρατηρείται ήδη µετά από 2 εβδοµάδες θεραπείας.
Η επίδραση της olmesartan στη θνησιµότητα και στη νοσηρότητα δεν είναι ακόµη γνωστή. Η υδροχλωροθειαζίδη είναι ένα θειαζιδικό διουρητικό. Ο µηχανισµός του αντιυπερτασικού αποτελέσµατος του θειαζιδικού διουρητικού δεν είναι ακόµη γνωστός. Οι θειαζίδες επηρεάζουν τους νεφρικούς σωληναριακούς µηχανισµούς επαναπορρόφησης ηλεκτρολυτών αυξάνοντας άµεσα την απέκκριση του νατρίου και των χλωριούχων σε κατά προσέγγιση ισοδύναµες ποσότητες. Η διουρητική δράση της υδροχλωροθειαζίδης µειώνει τον όγκο του πλάσµατος, αυξάνει τη δραστικότητα της ρενίνης του πλάσµατος και την έκκριση της αλδοστερόνης, µε επακόλουθα την αύξηση του καλίου στα ούρα, την απώλεια διττανθρακικών και τη µείωση του καλίου στον ορό.
Στον άξονα ρενίνης-αλδοστερόνης µεσολαβεί η αγγειοτασίνη ΙΙ και έτσι η συγχορήγηση ενός ανταγωνιστή υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ τείνει να αντιστρέψει την απώλεια του καλίου η οποία συσχετίζεται µε θειαζιδικά διουρητικά.
Με υδροχλωροθειαζίδη, η διούρηση αρχίζει περίπου στις 2 ώρες, κορυφώνεται περίπου στις 4 ώρες και διαρκεί για περίπου 6 έως 12 ώρες.
Επιδηµιολογικές µελέτες έχουν δείξει ότι µακράς διάρκειας µονοθεραπεία µε υδροχλωροθειαζίδη µειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιµότητας και νοσηρότητας.
Ο συνδυασµός olmesartan medoxomil και υδροχλωροθειαζίδης προκαλεί πρόσθετη µείωση της αρτηριακής πίεσης η οποία γενικά αυξάνεται µε την δοσολογία κάθε
συστατικού.
Σε σύνολο µελετών ελεγχόµενων µε εικονικό φάρµακο, η χορήγηση του συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης σε δόσεις 20/12,5mg και 20/25mg οδήγησε σε µέση µείωση της συστολικής/διαστολικής αρτηριακή πίεσης σε σχέση µε το εικονικό φάρµακο κατά 12/7mm Hg και 16/9mm Hg , αντίστοιχα σε µετρήσεις που έγιναν στη φάση της χαµηλότερης δράσης. Η ηλικία και το φύλο δεν είχαν κλινικά σηµαντική επίδραση στην ανταπόκριση στη θεραπεία µε τον συνδυασµό olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης.
Η χορήγηση 12,5mg και 25mg υδροχλωροθειαζίδης σε ασθενείς που δεν ρυθµίστηκαν επαρκώς µε µονοθεραπεία 20mg olmesartan medoxomil, πέτυχε πρόσθετη µείωση της 24ωρης διαστολικής/συστολικής αρτηριακής πίεσης που µετρήθηκε µε συσκευή περιπατητικής καταγραφής της ΑΠ κατά 7/5mm Hg και 12/7mm Hg, αντίστοιχα, συγκριτικά µε την µονοθεραπεία µε olmesartan medoxomil. Η επιπρόσθετη µέση µείωση της συστολικής/διαστολικής ΑΠ σε σχέση µε τις αρχικές τιµές και στη φάση της χαµηλότερης δράσης κατά την µέτρηση µε τη συµβατική µέθοδο, ήταν 11/10mm Hg και 16/11mm Hg, αντίστοιχα.
Η αποτελεσµατικότητα της θεραπείας από τον συνδυασµό olmesartan medoxomil /υδροχλωροθειαζίδης διατηρήθηκε κατά τη µακρόχρονη θεραπεία (ένα έτος). ∆ιακοπή της θεραπείας olmesartan medoxomil, µε ή χωρίς συγχορήγηση µε υδροχλωροθειαζίδη, δεν προκάλεσε φαινόµενο αναπήδησης της αρτηριακής πίεσης µετά τη διακοπή της λήψης.

Η επίδραση του σταθερού συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης στη θνησιµότητα και στη καρδιαγγειακή νοσηρότητα δεν είναι ακόµη γνωστή.

5.2. Φαρµακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανοµή Olmesartan medoxomil
H olmesartan medoxomil είναι ένα προφάρµακο. Μετατρέπεται ταχέως στον φαρµακολογικά ενεργό µεταβολίτη, olmesartan, από εστεράσες του βλεννογόνου του
εντέρου και του αίµατος της πυλαίας κατά την απορρόφησή της από το γαστρεντερικό σωλήνα. Καµία ποσότητα αυτούσιας olmesartan medoxomil ή ανέπαφης πλευρικής άλυσου medoxomil δεν έχει ανιχνευθεί στο πλάσµα ή στα απεκκρίµατα. Η µέση απόλυτη βιοδιαθεσιµότητα της olmesartan στη φαρµακοτεχνική µορφή του δισκίου ήταν 25,6%.
Κατά µέσο όρο η µέγιστη συγκέντρωση (Cmax) της olmesartan στο πλάσµα επιτυγχάνεται περίπου µέσα σε 2 ώρες µετά την από του στόµατος λήψη της olmesartan medoxomil και η συγκέντρωση της olmesartan στο πλάσµα αυξάνει σχεδόν γραµµικά σε σχέση µε εφάπαξ από
του στόµατος αυξανόµενες δόσεις µέχρι περίπου 80 mg.
Η τροφή είχε ελάχιστη επίδραση στη βιοδιαθεσιµότητα της Olmesartan και ως εκ τούτου η Olmesartan medoxomil µπορεί να χορηγείται µε ή χωρίς τροφή.
∆εν έχουν παρατηρηθεί κλινικά σηµαντικές διαφορές στην φαρµακοκινητική της olmesartan που να σχετίζονται µε το φύλο.
Η olmesartan δεσµεύεται σε µεγάλο βαθµό από τις πρωτεΐνες του πλάσµατος (99,7%), αλλά η πιθανότητα για κλινικά σηµαντικές αντιδράσεις εκτόπισης στις δεσµευτικές πρωτεΐνες, µεταξύ της Olmesartan και άλλων µε έντονο βαθµό δέσµευσης συγχορηγούµενων φαρµάκων είναι µικρή (όπως επιβεβαιώνεται από την έλλειψη κλινικά σηµαντικής αλληλεπίδρασης µεταξύ της olmesartan medoxomil και της βαρφαρίνης). Η δέσµευση της olmesartan µε τα
κύτταρα του αίµατος είναι ασήµαντη. Ο µέσος όγκος κατανοµής µετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι χαµηλός (16 – 29 L).
Υδροχλωροθειαζίδη:
Μετά την από του στόµατος χορήγηση του συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης, ο διάµεσος χρόνος µέγιστης συγκέντρωσης της
υδροχλωροθειαζίδης ήταν 1,5 έως 2 ώρες µετά την λήψη της δόσης. Το 68% της υδροχλωροθειαζίδης συνδέεται µε τις πρωτεΐνες του πλάσµατος και ο εµφανής όγκος κατανοµής της είναι 0,83-1,14L/kg.
Μεταβολισµός και απέκκριση Olmesartan medoxomil:
Η ολική κάθαρση του πλάσµατος της olmesartan ήταν τυπικά 1,3L/h (CV, 19%) και σχετικά αργή συγκρινόµενη µε την ηπατική ροή του αίµατος (περίπου 90L/h).
Μετά από του στόµατος χορήγηση µίας δόσης σηµασµένης µε  14C olmesartan medoxomil, το 10 - 16% της χορηγηθείσας ραδιενέργειας αποβλήθηκε στα ούρα (το µεγαλύτερο µέρος της σε 24 ώρες µετά τη χορήγηση της δόσης) και το υπόλοιπο της ανακτηθείσας ραδιενέργειας αποβλήθηκε στα κόπρανα. Με βάση τη συστηµατική βιοδιαθεσιµότητα του 25,6%, µπορεί να υπολογιστεί ότι η olmesartan που απορροφάται αποβάλλεται τόσο µέσω των νεφρών (περίπου 40%) όσο και µέσω της ηπατοχολικής οδού (περίπου 60%). Όλη η ανακτηθείσα ραδιενέργεια ανιχνεύθηκε ως olmesartan. ∆εν ανιχνεύθηκε άλλος σηµαντικός µεταβολίτης.

Η εντερο-ηπατική ανακύκλωση της olmesartan είναι ελάχιστη. Καθ΄όσον ένα µεγάλο ποσοστό της Olmesartan απεκκρίνεται µέσω της χολικής οδού η χορήγηση σε ασθενείς µε απόφραξη των χοληφόρων οδών αντενδείκνυται (βλέπε 4.3.).
Ο τελικός χρόνος ηµιζωής της olmesartan ποικίλλει µεταξύ 10 και 15 ωρών µετά από επαναλαµβανόµενες από του στόµατος δόσεις. Σταθερή συγκέντρωση επιτυγχάνεται µετά τις πρώτες λίγες δόσεις και δεν παρατηρήθηκε καµία επιπλέον συσσώρευση µετά από 14 ηµέρες επαναλαµβανοµένων δόσεων. Η νεφρική κάθαρση ήταν περίπου 0,5 – 0,7 L/ώρα και ήταν ανεξάρτητη από τη δόση.
Υδροχλωροθειαζίδη:
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν µεταβολίζεται στον άνθρωπο αποβάλλεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τα ούρα ως αναλλοίωτο φάρµακο. Περίπου το 60% της από του
στόµατος δόσης αποβάλλεται ως αναλλοίωτο φάρµακο µέσα σε 48 ώρες. Η νεφρική κάθαρση είναι περίπου 250-300mL/min. Ο τελικός χρόνος ηµίσειας ζωής της
υδροχλωροθειαζίδης είναι 10-15 ώρες. OLARTAN-PLUS®
Η συστηµατική διαθεσιµότητα της υδροχλωροθειαζίδης µειώνεται περίπου 20% όταν συγχορηγείται µε olmesartan medoxomil, αλλά αυτή η µέτρια µείωση δεν έχει καµµία κλινική σηµασία. Η κινητική της olmesartan είναι ανεπηρέαστη από τη συγχορήγηση µε υδροχλωροθειαζίδη.
Φαρµακοκινητική σε ειδικούς πληθυσµούς
Ηλικιωµένοι:
Στους υπερτασικούς ασθενείς, η ΑUC της olmesartan στην σταθεροποιηµένη κατάσταση αυξήθηκε κατά περίπου 35% στους ηλικιωµένους ασθενείς (ηλικίας 65 – 75 ετών) και κατά περίπου 44% στους πολύ ηλικιωµένους (ηλικίας ≥ 75 ετών) συγκριτικά µε την οµάδα νεωτέρων ασθενών.
Περιορισµένα στοιχεία δείχνουν ότι η συστηµατική κάθαρση της υδροχλωροθειαζίδης µειώνεται στους υγιείς και στους υπερτασικούς ηλικιωµένους ασθενείς συγκρινόµενη µε τους νεαρούς υγιείς εθελοντές.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία, η AUC της olmesartan στη σταθεροποιηµένη κατάσταση αυξήθηκε κατά 62%, 82% και 179% σε ήπια, µέτρια και σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια αντίστοιχα, σε σύγκριση µε υγιή άτοµα της οµάδας ελέγχου (βλέπε 4.2., 4.4).
Η ηµιπερίοδος ζωής της υδροχλωροθειαζίδης παρατείνεται στους ασθενείς µε µειωµένη νεφρική λειτουργία.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Μετά από εφάπαξ από του στόµατος χορήγηση olmesartan, οι τιµές της AUC ήταν 6% και 65% υψηλότερες σε ασθενείς µε ήπια και µέτρια ηπατική δυσλειτουργία, αντίστοιχα, σε σχέση µε τα εξοµοιωµένα υγιή άτοµα της οµάδας ελέγχου.
Το αδέσµευτο κλάσµα της Olmesartan 2 ώρες µετά από τη δόση σε υγιείς εθελοντές και σε ασθενείς µε ήπια και µέτρια ηπατική ανεπάρκεια ήταν 0,26%, 0,34% και 0,41%, αντίστοιχα. Η Olmesartan medoxomil δεν έχει αξιολογηθεί σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βλέπε 4.2., 4.4.).

Η ηπατική δυσλειτουργία δεν επηρεάζει σηµαντικά την φαρµακοκινητική της υδροχλωροθειαζίδης.

5.3 Προκλινικά δεδοµένα για την ασφάλεια
Το ενδεχόµενο τοξικότητας του συνδυασµού olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης αξιολογήθηκε σε τοξικολογικές µελέτες µε επαναλαµβανόµενη από του στόµατος δόση έως έξι µήνες σε αρουραίους και σκύλους.
Όπως για κάθε ξεχωριστή ουσία και για τα άλλα φάρµακα αυτής της κατηγορίας, το κύριο όργανο στόχος της τοξικότητας του συνδυασµού ήταν ο νεφρός. Ο συνδυασµός olmesartan medoxomil / υδροχλωροθειαζίδης προκάλεσε µεταβολές της νεφρικής λειτουργίας (αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης του ορού). Υψηλές δόσεις προκάλεσαν εκφύλιση και αναγέννηση των νεφρικών σωληναρίων σε αρουραίους και σκύλους, πιθανώς µέσω αλλαγής των αιµοδυναµικών παραµέτρων στους νεφρούς (µείωση νεφρικής διάχυσης λόγω υπότασης µε υποξία και εκφύλιση των κυττάρων των νεφρικών σωληναρίων). Επιπλέον, ο συνδυασµός
olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης προκάλεσε µείωση παραµέτρων των ερυθροκυττάρων (ερυθροκύτταρα, αιµοσφαιρίνη και αιµατοκρίτη) και µείωση του βάρους της καρδιάς των αρουραίων.
Αυτά τα αποτελέσµατα έχουν επίσης παρατηρηθεί και µε άλλους ανταγωνιστές των AT1 υποδοχέων και µε αναστολείς ΜΕΑ και φαίνεται ότι προκλήθηκαν από τις φαρµακολογικές επιδράσεις υψηλών δόσεων της olmesartan medoxomil και ότι δεν αφορούν τους ανθρώπους στις συνιστώµενες θεραπευτικές δόσεις.
Σε µελέτες γονοτοξικότητας όπου έχουν χρησιµοποιηθεί ο συνδυασµός olmesartan medoxomil και υδροχλωροθειαζίδη όπως επίσης τα συστατικά χωριστά δεν έχει εκδηλωθεί κλινικά σηµαντική δράση γονοτοξικότητας.
Το ενδεχόµενο καρκινογένεσης του συνδυασµού olmesartan medoxomil και υδροχλωροθειαζίδης δεν εξετάσθηκε επειδή δεν είχαν εκδηλωθεί σχετιζόµενα αποτελέσµατα καρκινογένεσης για τα δύο ξεχωριστά συστατικά κάτω από συνθήκες κλινικής χρήσης.
∆εν υπήρχαν ενδείξεις τερατογένεσης σε ποντίκια ή αρουραίους που λάµβαναν τον συνδυασµό olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης. Όπως αναµενόταν από αυτή την κατηγορία του φαρµάκου, παρατηρήθηκε εµβρυϊκή τοξικότητα σε αρουραίους, όπως φάνηκε από το σηµαντικά µειωµένο εµβρυϊκό σωµατικό βάρος, όταν κατά την διάρκεια της κύησης χορηγήθηκε θεραπεία µε τον συνδυασµό olmesartan medoxomil/υδροχλωροθειαζίδης.

6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας του δισκίου
Microcrystalline cellulose
Lactose monohydrate
Low substituted
hydroxypropylcellulose
Hydroxypropylcellulose
Magnesium stearate
Επικάλυψη του δισκίου
Talc
Hypromellose
Titanium dioxide (E 171)
19
ΜΑ 20165-6/27.3.2006
Iron (III) oxide yellow (E 172)
Iron (III) oxide red (E 172)
6.2 Ασυµβατότητες
∆εν εφαρµόζεται.
6.3 ∆ιάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρµακευτικό προϊόν δεν απαιτεί καµιά ιδιαίτερη προφύλαξη.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασία blister από φύλλα πολυαµιδίου/αλουµινίου/χλωριούχου πολυβινυλίου.
Συσκευασίες των 14, 28, 30, 56, 84, 90, 98 και 10x28 επικαλυµµένων µε λεπτό υµένιο
δισκίων.
Συσκευασία µε διάτρητα blister µονάδων δόσεις των 10, 50, και 500 επικαλυµµένων µε λεπτό υµένιο δισκίων.
Μπορεί να µην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισµού και απόρριψη
Καµία ειδική απαίτηση.

7. ΚΑΤΟΧΟΣ Α∆ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
MENARINI INTERNATIONAL OPERATIONS LUXEMBOURG SA
1, Avenue de la Gare
L-1611 Luxembourg
Luxembourg
YΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
MENARINI HELLAS AE
Αν. ∆αµβέργη 7
104 45 Αθήνα
Ελλάδα

9. ΑΡΙΘΜΟΙ Α∆ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
♦ Olartan-plus® tabs 20mg/12,5mg : 20165
♦ Olartan-plus® tabs 20mg/25mg : 20166
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ Α∆ΕΙΑΣ
Σεπτέµβριος 2005
11. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.


Flag Counter

///